Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισοτελειωμένος η μισοτελειωμένη το μισοτελειωμένο
      γενική του μισοτελειωμένου της μισοτελειωμένης του μισοτελειωμένου
    αιτιατική τον μισοτελειωμένο τη μισοτελειωμένη το μισοτελειωμένο
     κλητική μισοτελειωμένε μισοτελειωμένη μισοτελειωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισοτελειωμένοι οι μισοτελειωμένες τα μισοτελειωμένα
      γενική των μισοτελειωμένων των μισοτελειωμένων των μισοτελειωμένων
    αιτιατική τους μισοτελειωμένους τις μισοτελειωμένες τα μισοτελειωμένα
     κλητική μισοτελειωμένοι μισοτελειωμένες μισοτελειωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισοτελειωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μισοτελειώνω / μισο- (<μισός) + τελειωμένος

  Μετοχή επεξεργασία

μισοτελειωμένος, -η, -ο

  1. ημιτελής
  2. → δείτε τη λέξη μισοτελειώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία