finished
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | finished |
συγκριτικός | more finished |
υπερθετικός | most finished |
finished (en)
- τελειωμένος
- ⮡ If she finds us, we are finished.
- Αν μας βρει, είμαστε τελειωμένοι.
- ⮡ If she finds us, we are finished.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαfinished (en)