αποπυροδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.pi.ɾo.ðoˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐πυ‐ρο‐δο‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίααποπυροδοτώ (παθητική φωνή: αποπυροδοτούμαι)
- απενεργοποιώ κάτι που έχει ήδη πυροδοτηθεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπυροδοτώ | αποπυροδοτούσα | θα αποπυροδοτώ | να αποπυροδοτώ | αποπυροδοτώντας | |
β' ενικ. | αποπυροδοτείς | αποπυροδοτούσες | θα αποπυροδοτείς | να αποπυροδοτείς | (αποπυροδότει) | |
γ' ενικ. | αποπυροδοτεί | αποπυροδοτούσε | θα αποπυροδοτεί | να αποπυροδοτεί | ||
α' πληθ. | αποπυροδοτούμε | αποπυροδοτούσαμε | θα αποπυροδοτούμε | να αποπυροδοτούμε | ||
β' πληθ. | αποπυροδοτείτε | αποπυροδοτούσατε | θα αποπυροδοτείτε | να αποπυροδοτείτε | αποπυροδοτείτε | |
γ' πληθ. | αποπυροδοτούν(ε) | αποπυροδοτούσαν(ε) | θα αποπυροδοτούν(ε) | να αποπυροδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποπυροδότησα | θα αποπυροδοτήσω | να αποπυροδοτήσω | αποπυροδοτήσει | ||
β' ενικ. | αποπυροδότησες | θα αποπυροδοτήσεις | να αποπυροδοτήσεις | αποπυροδότησε | ||
γ' ενικ. | αποπυροδότησε | θα αποπυροδοτήσει | να αποπυροδοτήσει | |||
α' πληθ. | αποπυροδοτήσαμε | θα αποπυροδοτήσουμε | να αποπυροδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | αποπυροδοτήσατε | θα αποπυροδοτήσετε | να αποπυροδοτήσετε | αποπυροδοτήστε | ||
γ' πληθ. | αποπυροδότησαν αποπυροδοτήσαν(ε) |
θα αποπυροδοτήσουν(ε) | να αποπυροδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποπυροδοτήσει | είχα αποπυροδοτήσει | θα έχω αποπυροδοτήσει | να έχω αποπυροδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποπυροδοτήσει | είχες αποπυροδοτήσει | θα έχεις αποπυροδοτήσει | να έχεις αποπυροδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποπυροδοτήσει | είχε αποπυροδοτήσει | θα έχει αποπυροδοτήσει | να έχει αποπυροδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπυροδοτήσει | είχαμε αποπυροδοτήσει | θα έχουμε αποπυροδοτήσει | να έχουμε αποπυροδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποπυροδοτήσει | είχατε αποπυροδοτήσει | θα έχετε αποπυροδοτήσει | να έχετε αποπυροδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποπυροδοτήσει | είχαν αποπυροδοτήσει | θα έχουν αποπυροδοτήσει | να έχουν αποπυροδοτήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπυροδοτούμαι | αποπυροδοτούμουν | θα αποπυροδοτούμαι | να αποπυροδοτούμαι | ||
β' ενικ. | αποπυροδοτείσαι | αποπυροδοτούσουν | θα αποπυροδοτείσαι | να αποπυροδοτείσαι | ||
γ' ενικ. | αποπυροδοτείται | αποπυροδοτούνταν | θα αποπυροδοτείται | να αποπυροδοτείται | ||
α' πληθ. | αποπυροδοτούμαστε | αποπυροδοτούμασταν αποπυροδοτούμαστε |
θα αποπυροδοτούμαστε | να αποπυροδοτούμαστε | ||
β' πληθ. | αποπυροδοτείστε | αποπυροδοτούσασταν αποπυροδοτούσαστε |
θα αποπυροδοτείστε | να αποπυροδοτείστε | αποπυροδοτείστε | |
γ' πληθ. | αποπυροδοτούνται | αποπυροδοτούνταν | θα αποπυροδοτούνται | να αποπυροδοτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποπυροδοτήθηκα | θα αποπυροδοτηθώ | να αποπυροδοτηθώ | αποπυροδοτηθεί | ||
β' ενικ. | αποπυροδοτήθηκες | θα αποπυροδοτηθείς | να αποπυροδοτηθείς | αποπυροδοτήσου | ||
γ' ενικ. | αποπυροδοτήθηκε | θα αποπυροδοτηθεί | να αποπυροδοτηθεί | |||
α' πληθ. | αποπυροδοτηθήκαμε | θα αποπυροδοτηθούμε | να αποπυροδοτηθούμε | |||
β' πληθ. | αποπυροδοτηθήκατε | θα αποπυροδοτηθείτε | να αποπυροδοτηθείτε | αποπυροδοτηθείτε | ||
γ' πληθ. | αποπυροδοτήθηκαν αποπυροδοτηθήκαν(ε) |
θα αποπυροδοτηθούν(ε) | να αποπυροδοτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποπυροδοτηθεί | είχα αποπυροδοτηθεί | θα έχω αποπυροδοτηθεί | να έχω αποπυροδοτηθεί | αποπυροδοτημένος | |
β' ενικ. | έχεις αποπυροδοτηθεί | είχες αποπυροδοτηθεί | θα έχεις αποπυροδοτηθεί | να έχεις αποπυροδοτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποπυροδοτηθεί | είχε αποπυροδοτηθεί | θα έχει αποπυροδοτηθεί | να έχει αποπυροδοτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπυροδοτηθεί | είχαμε αποπυροδοτηθεί | θα έχουμε αποπυροδοτηθεί | να έχουμε αποπυροδοτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποπυροδοτηθεί | είχατε αποπυροδοτηθεί | θα έχετε αποπυροδοτηθεί | να έχετε αποπυροδοτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποπυροδοτηθεί | είχαν αποπυροδοτηθεί | θα έχουν αποπυροδοτηθεί | να έχουν αποπυροδοτηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποπυροδοτώ