αποπυροδοτούμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.po.pi.ɾo.ðoˈtu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐πυ‐ρο‐δο‐τού‐μαι
- ομόηχο: αποπυροδοτούμε
Ρήμα επεξεργασία
αποπυροδοτούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποπυροδοτώ
αποπυροδοτούμαι