Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυροδοτικός η πυροδοτική το πυροδοτικό
      γενική του πυροδοτικού της πυροδοτικής του πυροδοτικού
    αιτιατική τον πυροδοτικό την πυροδοτική το πυροδοτικό
     κλητική πυροδοτικέ πυροδοτική πυροδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυροδοτικοί οι πυροδοτικές τα πυροδοτικά
      γενική των πυροδοτικών των πυροδοτικών των πυροδοτικών
    αιτιατική τους πυροδοτικούς τις πυροδοτικές τα πυροδοτικά
     κλητική πυροδοτικοί πυροδοτικές πυροδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροδοτικός < πυροδοτώ + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.ɾo.ðo.tiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

πυροδοτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία