πυροδοτούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ɾo.ðoˈtu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐δο‐τού‐μαι
- ομόηχο: πυροδοτούμε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαπυροδοτούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος πυροδοτώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πυροδοτούμαι | πυροδοτούμουν | θα πυροδοτούμαι | να πυροδοτούμαι | πυροδοτούμενος | |
β' ενικ. | πυροδοτείσαι | πυροδοτούσουν | θα πυροδοτείσαι | να πυροδοτείσαι | ||
γ' ενικ. | πυροδοτείται | πυροδοτούνταν | θα πυροδοτείται | να πυροδοτείται | ||
α' πληθ. | πυροδοτούμαστε | πυροδοτούμασταν πυροδοτούμαστε |
θα πυροδοτούμαστε | να πυροδοτούμαστε | ||
β' πληθ. | πυροδοτείστε | πυροδοτούσασταν πυροδοτούσαστε |
θα πυροδοτείστε | να πυροδοτείστε | πυροδοτείστε | |
γ' πληθ. | πυροδοτούνται | πυροδοτούνταν | θα πυροδοτούνται | να πυροδοτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πυροδοτήθηκα | θα πυροδοτηθώ | να πυροδοτηθώ | πυροδοτηθεί | ||
β' ενικ. | πυροδοτήθηκες | θα πυροδοτηθείς | να πυροδοτηθείς | πυροδοτήσου | ||
γ' ενικ. | πυροδοτήθηκε | θα πυροδοτηθεί | να πυροδοτηθεί | |||
α' πληθ. | πυροδοτηθήκαμε | θα πυροδοτηθούμε | να πυροδοτηθούμε | |||
β' πληθ. | πυροδοτηθήκατε | θα πυροδοτηθείτε | να πυροδοτηθείτε | πυροδοτηθείτε | ||
γ' πληθ. | πυροδοτήθηκαν πυροδοτηθήκαν(ε) |
θα πυροδοτηθούν(ε) | να πυροδοτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πυροδοτηθεί | είχα πυροδοτηθεί | θα έχω πυροδοτηθεί | να έχω πυροδοτηθεί | πυροδοτημένος | |
β' ενικ. | έχεις πυροδοτηθεί | είχες πυροδοτηθεί | θα έχεις πυροδοτηθεί | να έχεις πυροδοτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πυροδοτηθεί | είχε πυροδοτηθεί | θα έχει πυροδοτηθεί | να έχει πυροδοτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πυροδοτηθεί | είχαμε πυροδοτηθεί | θα έχουμε πυροδοτηθεί | να έχουμε πυροδοτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πυροδοτηθεί | είχατε πυροδοτηθεί | θα έχετε πυροδοτηθεί | να έχετε πυροδοτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πυροδοτηθεί | είχαν πυροδοτηθεί | θα έχουν πυροδοτηθεί | να έχουν πυροδοτηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πυροδοτημένος - είμαστε, είστε, είναι πυροδοτημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πυροδοτημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πυροδοτημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πυροδοτημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πυροδοτημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πυροδοτημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πυροδοτημένοι |