Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναφλεκτήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αναφλεκτήρ
ας
οι
αναφλεκτήρ
ες
γενική
του
αναφλεκτήρ
α
των
αναφλεκτήρ
ων
αιτιατική
τον
αναφλεκτήρ
α
τους
αναφλεκτήρ
ες
κλητική
αναφλεκτήρ
α
αναφλεκτήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Απεικόνιση εσωτερικού αναφλεκτήρα. Διακρίνεται το κεντρικό ηλεκτρόδιο (1), το τερματικό παξιμάδι (2), το παξιμάδι μόνωσης (3), οι μονωτικοί δακτύλιοι μαρμαρυγίας (4), ο πορσελάνινος μονωτής (5), το παξιμάδι συναρμολόγησης (6), η ροδέλα χαλκού αμιάντου (7), το σώματο βύσματος (8) και το πλαϊνό ηλεκτρόδιο (9).
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναφλεκτήρας
<
αναφλέγω
+
-τήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναφλεκτήρας
αρσενικό
(
μηχανολογία
) μηχανολογικό
εξάρτημα
που προκαλεί την
ανάφλεξη
, όπως π.χ. ενός
αερίου
, χάρη στην παραγωγή
σπινθήρα
Συγγενικά
επεξεργασία
μπουζί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αναφλέγω
και
φλόγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναφλεκτήρας
αγγλικά
:
igniter
(en)
,
spark plug
(en)
(
μπουζί
)