προανάφλεξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προανάφλεξη | οι | προαναφλέξεις |
γενική | της | προανάφλεξης* | των | προαναφλέξεων |
αιτιατική | την | προανάφλεξη | τις | προαναφλέξεις |
κλητική | προανάφλεξη | προαναφλέξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προαναφλέξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προανάφλεξη < προ- + ανάφλεξη ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική preignition)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.aˈna.fle.ksi/
Ουσιαστικό επεξεργασία
προανάφλεξη θηλυκό
- (τεχνολογία) η ανάφλεξη που γίνεται πριν από την κυρίως ανάφλεξη ή γίνεται πρόωρα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προανάφλεξη