burn up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | burn up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | burns up |
αόριστος | burned up, burnt up |
παθητική μετοχή | burned up, burnt up |
ενεργητική μετοχή | burning up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαburn up (en)
- αποτεφρώνω, καταστρέφω με φωτιά
- ⮡ The fire burnt up 50 houses.
- Η φωτιά αποτέφρωσε 50 σπίτια.
- ⮡ The fire burnt up 50 houses.
Πηγές
επεξεργασία- burn up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 113. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποτεφρώνω