αποτεφρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτεφρώνω < ελληνιστική κοινή ἀποτεφρόω / ἀποτεφρῶ < ἀπό + τεφρόω < αρχαία ελληνική τέφρα
Ρήμα
επεξεργασίααποτεφρώνω (παθητική φωνή: αποτεφρώνομαι)
- καίω ένα σώμα, ώστε να μετατραπεί ολοκληρωτικά σε στάχτη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτεφρώνω | αποτέφρωνα | θα αποτεφρώνω | να αποτεφρώνω | αποτεφρώνοντας | |
β' ενικ. | αποτεφρώνεις | αποτέφρωνες | θα αποτεφρώνεις | να αποτεφρώνεις | αποτέφρωνε | |
γ' ενικ. | αποτεφρώνει | αποτέφρωνε | θα αποτεφρώνει | να αποτεφρώνει | ||
α' πληθ. | αποτεφρώνουμε | αποτεφρώναμε | θα αποτεφρώνουμε | να αποτεφρώνουμε | ||
β' πληθ. | αποτεφρώνετε | αποτεφρώνατε | θα αποτεφρώνετε | να αποτεφρώνετε | αποτεφρώνετε | |
γ' πληθ. | αποτεφρώνουν(ε) | αποτέφρωναν αποτεφρώναν(ε) |
θα αποτεφρώνουν(ε) | να αποτεφρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτέφρωσα | θα αποτεφρώσω | να αποτεφρώσω | αποτεφρώσει | ||
β' ενικ. | αποτέφρωσες | θα αποτεφρώσεις | να αποτεφρώσεις | αποτέφρωσε | ||
γ' ενικ. | αποτέφρωσε | θα αποτεφρώσει | να αποτεφρώσει | |||
α' πληθ. | αποτεφρώσαμε | θα αποτεφρώσουμε | να αποτεφρώσουμε | |||
β' πληθ. | αποτεφρώσατε | θα αποτεφρώσετε | να αποτεφρώσετε | αποτεφρώστε | ||
γ' πληθ. | αποτέφρωσαν αποτεφρώσαν(ε) |
θα αποτεφρώσουν(ε) | να αποτεφρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποτεφρώσει | είχα αποτεφρώσει | θα έχω αποτεφρώσει | να έχω αποτεφρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποτεφρώσει | είχες αποτεφρώσει | θα έχεις αποτεφρώσει | να έχεις αποτεφρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποτεφρώσει | είχε αποτεφρώσει | θα έχει αποτεφρώσει | να έχει αποτεφρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτεφρώσει | είχαμε αποτεφρώσει | θα έχουμε αποτεφρώσει | να έχουμε αποτεφρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποτεφρώσει | είχατε αποτεφρώσει | θα έχετε αποτεφρώσει | να έχετε αποτεφρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτεφρώσει | είχαν αποτεφρώσει | θα έχουν αποτεφρώσει | να έχουν αποτεφρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποτεφρώνω