Ετυμολογία

επεξεργασία
αποτεφρώνω < ελληνιστική κοινή ἀποτεφρόω / ἀποτεφρῶ < ἀπό + τεφρόω < αρχαία ελληνική τέφρα

αποτεφρώνω (παθητική φωνή: αποτεφρώνομαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία