Δείτε επίσης: σταχτή, σταχτί
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στάχτη οι στάχτες
      γενική της στάχτης των σταχτών
    αιτιατική τη στάχτη τις στάχτες
     κλητική στάχτη στάχτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsta.xti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στάχτη
στάχτη από καμένα φύλλα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στάχτη θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το υπόλειμμα της καύσης ενός υλικού
     έπεσε η στάχτη του τσιγάρου στο χαλί
  2. (μεταφορικά) ολοσχερής καταστροφή
     τα πάντα έγιναν στάχτη

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία