Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολοσχερής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ολοσχερής, -ής, -ές

  1. ολοκληρωτικός, σε απόλυτο βαθμό
    ολοσχερής καταστροφή

  Μεταφράσεις επεξεργασία