Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό complet complets
θηλυκό complète complètes

complet (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
complet complets

complet (fr) αρσενικό

  1. το σύνολο
  2. το κομπλέ, ασορτί παντελόνι και κοστούμι



  Επίθετο

επεξεργασία

complet (ro)

  1. πλήρης

  Επίρρημα

επεξεργασία

complet (ro)

  1. πλήρως, ολωσδιόλου, τελείως