Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασορτί < (λόγιο δάνειο) γαλλική assorti[1] (αρσενικό της μετοχής αορίστου του ρήματος assortir)


  Επίθετο επεξεργασία

ασορτί άκλιτο

πρέπει να φορέσεις ασορτί μπλουζάκι


  Επίρρημα επεξεργασία

ασορτί

το καπέλο της πάει ασορτί με το μπλουζάκι

Σημειώσεις επεξεργασία

Δεν χρησιμοποιείται όταν πρόκειται για ταιριαστά πρόσωπα

  Μεταφράσεις επεξεργασία