σταχτί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σταχτί < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σταχτής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /staˈxti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στα‐χτί
Ουσιαστικό επεξεργασία
σταχτί ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταχτί
|
Επίθετο επεξεργασία
σταχτί άκλιτο
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σταχτί