Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταχτής η σταχτιά το σταχτί
      γενική του σταχτή
σταχτιού
της σταχτιάς του σταχτιού
(σταχτί)
    αιτιατική τον σταχτή τη σταχτιά το σταχτί
     κλητική σταχτή σταχτιά σταχτί
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταχτιοί οι σταχτιές τα σταχτιά
      γενική των σταχτιών των σταχτιών των σταχτιών
    αιτιατική τους σταχτιούς τις σταχτιές τα σταχτιά
     κλητική σταχτιοί σταχτιές σταχτιά
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση.
Και άκλιτο για όλα τα γένη, σταχτί.
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταχτής < στάχτ(η) + -ής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /staˈxtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στα‐χτής

  Επίθετο επεξεργασία

σταχτής, -ιά, -ί

  1. (οικείο) που έχει σταχτί χρώμα, το χρώμα της στάχτης
  2. (ουσιαστικοποιημένο) σταχτί

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία