Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γκρι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
γκρι
<
(
άμεσο δάνειο
)
γαλλική
gris
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γκρι
ουδέτερο
άκλιτο
(
χρώμα
)
το αποτέλεσμα της ανάμειξης
λευκού
και
μαύρου
≈
συνώνυμα
:
γκρίζο
,
φαιό
,
σταχτί
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
γκρι αρζάν
γκρι σουρί
Συγγενικά
επεξεργασία
γκριζάρω
→
και
δείτε
τη
λέξη
γκρίζος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γκρι
αγγλικά
:
ΗΒ και ΗΠΑ
:
grey
(en)
·
ΗΠΑ
:
gray
(en)
γαλλικά
:
gris
(fr)
ισπανικά
:
gris
(es)
πορτογαλικά
:
cinza
(pt)
τουρκικά
:
gri
(tr)