γκρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκρι < (άμεσο δάνειο) γαλλική gris
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγκρι ουδέτερο άκλιτο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη γκρίζος
γκρι ουδέτερο άκλιτο
→ και δείτε τη λέξη γκρίζος