• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

γκρίζο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκρίζο τα γκρίζα
      γενική του γκρίζου των γκρίζων
    αιτιατική το γκρίζο τα γκρίζα
     κλητική γκρίζο γκρίζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουρανός με γκρίζο χρώμα.

Ετυμολογία

επεξεργασία
γκρίζο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γκρίζος (άμεσο δάνειο) βενετική griso, ιταλικά grigio ή από την υστερολατινικά griseus. Δείτε και γκρι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκρίζο ουδέτερο

  • (χρώμα) → δείτε τη λέξη γκρι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    γκρίζο
  • → δείτε τη λέξη γκρι
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=γκρίζο&oldid=5337041"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Νοεμβρίου 2021, στις 02:30

Γλώσσες

    • English
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Νοεμβρίου 2021, στις 02:30.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας