γκρίζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γκρίζος | η | γκρίζα | το | γκρίζο |
γενική | του | γκρίζου | της | γκρίζας | του | γκρίζου |
αιτιατική | τον | γκρίζο | την | γκρίζα | το | γκρίζο |
κλητική | γκρίζε | γκρίζα | γκρίζο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γκρίζοι | οι | γκρίζες | τα | γκρίζα |
γενική | των | γκρίζων | των | γκρίζων | των | γκρίζων |
αιτιατική | τους | γκρίζους | τις | γκρίζες | τα | γκρίζα |
κλητική | γκρίζοι | γκρίζες | γκρίζα | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγκρίζος, -α, -ο
- που έχει το χρώμα της στάχτης, ανάμεσα στο μαύρο και το λευκό
- ≈ συνώνυμα: γκρι, σταχτόχρωμος
- (μεταφορικά) που δεν έχει ζωντάνια κι ενδιαφέρον
- (μεταφορικά) που δεν είναι ξεκάθαρος
- (μεταφορικά) που φέρεται ύποπτα
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- γκρίζες ζώνες: γεωγραφικές περιοχές που διεκδικούνται από δύο τουλάχιστον κράτη, χωρίς να είναι σαφές σε ποιο ανήκει η κυριότητά τους, συνήθως λόγω της μείξης των πληθυσμών
- (συνεκδοχικά) ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ καταστάσεων, όπου είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η κατηγοριοποίηση πραγμάτων