Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
γκριζογάλανος ουρανός και γκριζογάλανη θάλασσα -παραλία της Χιλής.
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκριζογάλανος η γκριζογάλανη το γκριζογάλανο
      γενική του γκριζογάλανου της γκριζογάλανης του γκριζογάλανου
    αιτιατική τον γκριζογάλανο την γκριζογάλανη το γκριζογάλανο
     κλητική γκριζογάλανε γκριζογάλανη γκριζογάλανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκριζογάλανοι οι γκριζογάλανες τα γκριζογάλανα
      γενική των γκριζογάλανων των γκριζογάλανων των γκριζογάλανων
    αιτιατική τους γκριζογάλανους τις γκριζογάλανες τα γκριζογάλανα
     κλητική γκριζογάλανοι γκριζογάλανες γκριζογάλανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκριζογάλανος < γκριζο- + γαλανός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈɣa.la.nos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈɣa.la.ni/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈɣa.la.no/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

γκριζογάλανος, -η, -ο

  • που το χρώμα του είναι συνδυασμός των γκρίζου και του γαλάζιου

  Μεταφράσεις επεξεργασία