γκριζογάλανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈɣa.la.nos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈɣa.la.ni/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ɡɾi.zoˈɣa.la.no/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαγκριζογάλανος, -η, -ο
- που το χρώμα του είναι συνδυασμός των γκρίζου και του γαλάζιου
Μεταφράσεις
επεξεργασία γκριζογάλανος
|