Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γκριζάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Κλίση
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
γκριζάρω
<
γκρίζος
+
-άρω
Ξανθά μαλλιά που
γκριζάρουν
.
Ρήμα
επεξεργασία
γκριζάρω
γίνομαι
γκρίζος
μετά τα 50 τα μαλλιά του άρχισαν να
γκριζάρουν
(
μεταφορικά
)
γερνάω
,
γκριζάρουν
τα
μαλλιά
μου
Κλίση
επεξεργασία
→ λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γκριζάρω
αγγλικά
:
gray
(en)