Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκριζάρω < γκρίζος +-άρω
 
Ξανθά μαλλιά που γκριζάρουν.

  Ρήμα επεξεργασία

γκριζάρω

  1. γίνομαι γκρίζος
    μετά τα 50 τα μαλλιά του άρχισαν να γκριζάρουν
  2. (μεταφορικά) γερνάω, γκριζάρουν τα μαλλιά μου

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία