μουντός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μουντός | η | μουντή | το | μουντό |
γενική | του | μουντού | της | μουντής | του | μουντού |
αιτιατική | τον | μουντό | τη | μουντή | το | μουντό |
κλητική | μουντέ | μουντή | μουντό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μουντοί | οι | μουντές | τα | μουντά |
γενική | των | μουντών | των | μουντών | των | μουντών |
αιτιατική | τους | μουντούς | τις | μουντές | τα | μουντά |
κλητική | μουντοί | μουντές | μουντά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μουντός < αρχαία ελληνικά μυνδός
Επίθετο
επεξεργασίαμουντός -ή -ό
- σκοτεινός, που δεν έχει φωτεινότητα, λάμψη
- ※ Η μπουγάδα είχε τελειώσει, τα ρούχα ήταν απλωμένα στην ταράτσα, ο καιρός μουντός αλλά τουλάχιστον δεν έβρεχε (Ευγενία Φακίνου, Στο αυτί της αλεπούς, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2016)
- ※ στη σελίδα αυτή ξεχώριζε ένας φαρδύς μουντός λεκές από αίμα (Πηνελόπη Δέλτα, Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου, 1911)