Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.sad/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
maussade maussades

maussade (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μουντός
  2. μουτρωμένος