πληθυσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πληθυσμός < μεσαιωνική ελληνική πληθυσμός < πληθύνω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pli.θiˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πληθυσμός αρσενικό
- (γεωγραφία) το σύνολο των κατοίκων κάποιου τόπου
ο πληθυσμός της Ζυρίχης παρέμεινε σταθερός τα τελευταία χρόνια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γεωγραφικός όρος
|
Πηγές
επεξεργασία
- πληθυσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πληθυσμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πληθυσμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
πληθυσμός < πληθύνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πληθυσμός αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία
- πληθυσμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.