πληθυσμιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πληθυσμιακά < πληθυσμιακός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
πληθυσμιακά
- από πληθυσμιακής πλευράς ή απόψεως
Μεταφράσεις επεξεργασία
πληθυσμιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πληθυσμιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πληθυσμιακός