↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερπληθυσμός οι υπερπληθυσμοί
      γενική του υπερπληθυσμού των υπερπληθυσμών
    αιτιατική τον υπερπληθυσμό τους υπερπληθυσμούς
     κλητική υπερπληθυσμέ υπερπληθυσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερπληθυσμός < υπερ- + πληθυσμός, (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική overpopulation[1][2])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερπληθυσμός αρσενικό

  1. (επιτατικό ουσιαστικό) υπερβολική αύξηση του πληθυσμού μιας χώρας ή μιας περιοχής
  2. (ζωολογία) μεγάλη αύξηση του αριθμού σε ένα είδος ζώων με αποτέλεσμα τη διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. υπερπληθυσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. υπερπληθυσμόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)