Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικολογικός η οικολογική το οικολογικό
      γενική του οικολογικού της οικολογικής του οικολογικού
    αιτιατική τον οικολογικό την οικολογική το οικολογικό
     κλητική οικολογικέ οικολογική οικολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικολογικοί οι οικολογικές τα οικολογικά
      γενική των οικολογικών των οικολογικών των οικολογικών
    αιτιατική τους οικολογικούς τις οικολογικές τα οικολογικά
     κλητική οικολογικοί οικολογικές οικολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικολογικός < λόγιο δάνειο από τη γερμανική ökologisch ή από τη γαλλική écologique.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε οικολογ(ία) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ko.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐κο‐λο‐γι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

οικολογικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την οικολογία
    οικολογικός τουρισμός, οικολογικός τρόπος οδήγησης
    οικολογική σήμανση
  2. χαρακτηρισμός φαγητού που δεν έχει κρέας
    ※  μεταξύ μας, πάντα το έβρισκα αστείο ότι το οικολογικό και το ορφανό σουβλάκι περιγράφουν το ίδιο πράγμα, με αυτόν τον τρόπο δημιουργώντας την εύλογη σύγκριση μεταξύ της φρίκης της απώλειας των γονέων και της τραγωδίας του να... σέβεσαι τη φύση. (Κουντουριώτικο: το καλύτερο χορτοφαγικό σουβλάκι στο Κουκάκι, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1])

Αντώνυμα επεξεργασία

  • μη οικολογικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία