Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
écologique écologiques

écologique (fr)

Voiture écologique. Οικολογικό αυτοκίνητο (που αποβάλλει λίγα καυσαέρια).

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  écologie