πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καυσαέριο τα καυσαέρια
      γενική του καυσαερίου
& καυσαέριου
των καυσαερίων
    αιτιατική το καυσαέριο τα καυσαέρια
     κλητική καυσαέριο καυσαέρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καυσαέριο < καύση + αέριο

Ουσιαστικό

επεξεργασία
καυσαέρια από βιομηχανική μονάδα

καυσαέριο ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία