Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gaz (fr)



Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡas/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

gaz (pl) αρσενικό

  1. (φυσική, στρατός, κοινά) το αέριο
  2. το γκάζι με τις έννοιες:
    1. γενική ονομασία αερίων που χρησιμοποιούνται σαν καύσιμο
    2. το πετάλι της επιτάχυνσης στα αυτοκινούμενα οχήματα

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία