χορτοφαγικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χορτοφαγικός < χορτοφαγ(ία) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
χορτοφαγικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη χορτοφαγία ή αναφέρεται σε αυτήν
- ※ Το φαγητό ήταν υπέροχο, όπως και χτες. Ωμή σαλάτα, ο ζωμός από τα σιγοβρασμένα όσπρια κι από κάτω ο πολτός των οσπρίων, με καυτερή πιπερίτσα, ρίγανη κ.α. μυρωδικά. Με τόσο νόστιμα χορτοφαγικά γεύματα, και κρεοφάγος αν ήσουν, θα εγκατέλειπες για πάντα την κρεοφαγία. (Ευάγγελος Γράψας, Ο Αχρημάς - Μέρος 1, Ο Καλαμάνθρωπος και τα Μαγικά Χαλιά του, εκδ. Ακακία, 2011 [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
χορτοφαγικός