χορτοφαγικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χορτοφαγικός (μαρτυρείται από το 1891)[1] < χορτοφαγ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαχορτοφαγικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τη χορτοφαγία ή αναφέρεται σε αυτήν
- ※ Το φαγητό ήταν υπέροχο, όπως και χτες. Ωμή σαλάτα, ο ζωμός από τα σιγοβρασμένα όσπρια κι από κάτω ο πολτός των οσπρίων, με καυτερή πιπερίτσα, ρίγανη κ.α. μυρωδικά. Με τόσο νόστιμα χορτοφαγικά γεύματα, και κρεοφάγος αν ήσουν, θα εγκατέλειπες για πάντα την κρεοφαγία. (Ευάγγελος Γράψας, Ο Αχρημάς - Μέρος 1, Ο Καλαμάνθρωπος και τα Μαγικά Χαλιά του, εκδ. Ακακία, 2011 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία χορτοφαγικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1117, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου