χορτοφαγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χορτοφαγία (μαρτυρείται από το 1897)[1] < χορτο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χορτοφαγία θηλυκό
- η διατροφή αποκλειστικά με τρόφιμα μη ζωικής προέλευσης
- ※ Δεκαετίες πριν τους βίγκαν και τις χορτοφαγίες το θρυλικό ζαχαροπλαστείο Βλάστη, στην πλατεία Αγίας Σοφίας πρόσφερε γεύσεις για όσους δεν αγαπούσαν το κρέας.
- «Μυθικά μαγαζιά που δεν υπάρχουν πια …», parallaximag.gr (16 Ιανουαρίου 2023)· πρόσβαση: 2023-07-27.
- ※ Δεκαετίες πριν τους βίγκαν και τις χορτοφαγίες το θρυλικό ζαχαροπλαστείο Βλάστη, στην πλατεία Αγίας Σοφίας πρόσφερε γεύσεις για όσους δεν αγαπούσαν το κρέας.
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χορτοφαγία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ χορτοφαγία, σελ.1117, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου