Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χορτοφαγία οι χορτοφαγίες
      γενική της χορτοφαγίας των χορτοφαγιών
    αιτιατική τη χορτοφαγία τις χορτοφαγίες
     κλητική χορτοφαγία χορτοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χορτοφαγία < χορτο- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χορτοφαγία θηλυκό

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία