χορτοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χορτοφάγος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική χορτοφάγος (ζώο που τρώει χορτάρι), μορφολογικά αναλύεται χορτο- + -φάγος[1][2]
- στη σημασία του βετζετέριαν: σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική vegetarian[3][4] ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική végétarien[4]
Επίθετο
επεξεργασίαχορτοφάγος, -α/-ος, -ο
- (για ζώα) φυτοφάγος
- (για άνθρωπο) που τρέφεται με φυτικές τροφές, που δεν τρώει οτιδήποτε ζωικό εκτός από μύκητες (μανιτάρια) ή σπανίως μέλι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχορτοφάγος αρσενικό ή θηλυκό
- (για άνθρωπο) που από επιλογή δεν τρώει δεν τρώει οτιδήποτε ζωικό εκτός από μύκητες (μανιτάρια) ή σπανίως μέλι, (ο αυστηρά χορτοφάγος δεν τρώει ζωικά προϊόντα)
Συγγενικά
επεξεργασία- χορτοφαγία
- χορτοφαγικός
- → και δείτε τις λέξεις χόρτο, τρώγω και φαγητό
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίθετο
ουσιαστικό
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ χορτοφάγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 4,0 4,1 χορτοφάγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
επεξεργασία- χορτοφάγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- χορτοφάγος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)