τρώγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρώγω < αρχαία ελληνική τρώγω
Ρήμα
επεξεργασίατρώγω και τρώω
- → δείτε τη λέξη τρώω
Συγγενικά
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίατρώγω < *tṝ-g- < *trō-g- < * πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ter- (τρίβω, τρυπώ)
Ρήμα
επεξεργασίατρώγω