ροκανίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ροκανίζω < μεσαιωνική ελληνική ρουκανίζω < ελληνιστική κοινή ῥυκανίζω < ῥυκάνι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾo.kaˈni.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαροκανίζω (παθητική φωνή: ροκανίζομαι)
- λειαίνω την επιφάνεια ενός ξύλου με ροκάνι
- (μεταφορικά) μασώ κάτι σκληρό
- (μεταφορικά) ξοδεύω σε μικρές δόσεις κάθε φορά ένα χρηματικό ποσό (ή άλλο περιουσιακό στοιχείο) που περιέρχεται στην κατοχή μου
- υπονομεύω κάποιον
- ροκάνιζαν τη θέση του πολύ καιρό πριν με διάφορες φήμες
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ροκάνι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ροκανίζω | ροκάνιζα | θα ροκανίζω | να ροκανίζω | ροκανίζοντας | |
β' ενικ. | ροκανίζεις | ροκάνιζες | θα ροκανίζεις | να ροκανίζεις | ροκάνιζε | |
γ' ενικ. | ροκανίζει | ροκάνιζε | θα ροκανίζει | να ροκανίζει | ||
α' πληθ. | ροκανίζουμε | ροκανίζαμε | θα ροκανίζουμε | να ροκανίζουμε | ||
β' πληθ. | ροκανίζετε | ροκανίζατε | θα ροκανίζετε | να ροκανίζετε | ροκανίζετε | |
γ' πληθ. | ροκανίζουν(ε) | ροκάνιζαν ροκανίζαν(ε) |
θα ροκανίζουν(ε) | να ροκανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ροκάνισα | θα ροκανίσω | να ροκανίσω | ροκανίσει | ||
β' ενικ. | ροκάνισες | θα ροκανίσεις | να ροκανίσεις | ροκάνισε | ||
γ' ενικ. | ροκάνισε | θα ροκανίσει | να ροκανίσει | |||
α' πληθ. | ροκανίσαμε | θα ροκανίσουμε | να ροκανίσουμε | |||
β' πληθ. | ροκανίσατε | θα ροκανίσετε | να ροκανίσετε | ροκανίστε | ||
γ' πληθ. | ροκάνισαν ροκανίσαν(ε) |
θα ροκανίσουν(ε) | να ροκανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ροκανίσει | είχα ροκανίσει | θα έχω ροκανίσει | να έχω ροκανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ροκανίσει | είχες ροκανίσει | θα έχεις ροκανίσει | να έχεις ροκανίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ροκανίσει | είχε ροκανίσει | θα έχει ροκανίσει | να έχει ροκανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ροκανίσει | είχαμε ροκανίσει | θα έχουμε ροκανίσει | να έχουμε ροκανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ροκανίσει | είχατε ροκανίσει | θα έχετε ροκανίσει | να έχετε ροκανίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ροκανίσει | είχαν ροκανίσει | θα έχουν ροκανίσει | να έχουν ροκανίσει |
|