Ετυμολογία

επεξεργασία

ροκανίζω (παθητική φωνή: ροκανίζομαι)

  1. λειαίνω την επιφάνεια ενός ξύλου με ροκάνι
     συνώνυμα: πλανίζω
  2. (μεταφορικά) μασώ κάτι σκληρό
     συνώνυμα: κοκκαλίζω
    μου αρέσει να ροκανίζω το παξιμάδι
  3. (μεταφορικά) ξοδεύω σε μικρές δόσεις κάθε φορά ένα χρηματικό ποσό (ή άλλο περιουσιακό στοιχείο) που περιέρχεται στην κατοχή μου
     συνώνυμα: τραγανίζω
  4. υπονομεύω κάποιον
    ροκάνιζαν τη θέση του πολύ καιρό πριν με διάφορες φήμες

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία