τράγος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τράγος | οι | τράγοι |
γενική | του | τράγου | των | τράγων |
αιτιατική | τον | τράγο | τους | τράγους |
κλητική | τράγε | τράγοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τράγος < αρχαία ελληνική τράγος
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τράγος αρσενικό (θηλυκό κατσίκα)
- ενήλικο αρσενικό κατσίκι
- (μεταφορικά‑μειωτικό) άξεστος
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- αποδιοπομπαίος τράγος : αυτός στον οποίον ρίχνουμε την ευθύνη, το εξιλαστήριο θύμα
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τράγος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
τράγος < αρχαία ελληνική τράγος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τράγος αρσενικό
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
τράγος < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τράγος [ᾰ] αρσενικό
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- αἴξ (θηλυκό)
ΠηγέςΕπεξεργασία
- τράγος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «τράγος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.