κατσίκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κατσίκι | τα | κατσίκια |
γενική | του | κατσικιού | των | κατσικιών |
αιτιατική | το | κατσίκι | τα | κατσίκια |
κλητική | κατσίκι | κατσίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατσίκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατσίκι < οθωμανική τουρκική كچی (τουρκική keçi) [1] < (δείτε και αλβανική kats)
- Κατ' άλλους, < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατσίκι < κατσικόν[2] [3]
- Περισσότερα στο κατσίκι, κατσικόν & كچی (keçi)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈt͡si.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τσί‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατσίκι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) η νεαρή κατσίκα, το νεαρό γίδι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κατσίκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ κατσίκι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ s.v. κατσίκα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- κατσίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κατσίκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Ετυμολογία
επεξεργασία- κατσίκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική كچی (τουρκική keçi) [1] < παλαιά τουρκική eçkü < πρωτοτουρκική *kü- / *ke- (δείτε και την αλβανική kats)
- Κατ' άλλους < κατσικόν < *αιγικάτσιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή αἰγικόν < αἴξ, αἰγ- [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατσίκι ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) το κατσίκι
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κατσίκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ s.v. κατσίκα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- κατσίκι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].