↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερίφιο τα ερίφια
      γενική του εριφίου
ερίφιου
των εριφίων
    αιτιατική το ερίφιο τα ερίφια
     κλητική ερίφιο ερίφια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ερίφιο < μεσαιωνική ελληνική ερίφι(ν) < ελληνιστική κοινή ἐρίφιον < αρχαία ελληνική ἔριφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ερίφιο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το μικρό σε ηλικία θηλυκό ή αρσενικό του είδους αίγα, "αιγίδιον". Ερἰφιο γάλακτος, όσο θηλάζει. Όταν το ερίφιο γίνει 1 έτους και μέχρι την ηλικία των 2 ετών, λέγεται βετούλι. Σε ηλικία μεγαλύτερη των 2 ετών το θηλυκό λέγεται αίγα ή γίδα ή κατσίκα και το αρσενικό τράγος.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία