Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔρῐφος αρσενικό

  • το κατσίκι
    ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισι (Ὁμήρου Ἰλιάς, 16.352)

Παράγωγα

επεξεργασία