Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐρίφιον < υποκοριστικό του ἔριφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἐρίφιον ουδέτερο