Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ερίφης οι ερίφηδες
      γενική του ερίφη των ερίφηδων
    αιτιατική τον ερίφη τους ερίφηδες
     κλητική ερίφη ερίφηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ερίφης < (άμεσο δάνειο) τουρκική herif < περσική حریف (harif) < αραβική حريف (harīf)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ερίφης αρσενικό (θηλυκό ερίφισσα)

  1. πονηρός άνθρωπος που με πλάγιους τρόπους προσπαθεί να ξεπεράσει τους άλλους
  2. ανόητος, βλάκας
  3. φουκαράς
  4. (κρητικά) άθλιος, ευτελής

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία