ερίφης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ερίφης | οι | ερίφηδες |
γενική | του | ερίφη | των | ερίφηδων |
αιτιατική | τον | ερίφη | τους | ερίφηδες |
κλητική | ερίφη | ερίφηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαερίφης αρσενικό (θηλυκό ερίφισσα)
- πονηρός άνθρωπος που με πλάγιους τρόπους προσπαθεί να ξεπεράσει τους άλλους
- ανόητος, βλάκας
- φουκαράς
- (κρητικά) άθλιος, ευτελής
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ερίφης
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
- ερίφης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας