πονηρός
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πονηρός | η | πονηρή | το | πονηρό |
γενική | του | πονηρού | της | πονηρής | του | πονηρού |
αιτιατική | τον | πονηρό | την | πονηρή | το | πονηρό |
κλητική | πονηρέ | πονηρή | πονηρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πονηροί | οι | πονηρές | τα | πονηρά |
γενική | των | πονηρών | των | πονηρών | των | πονηρών |
αιτιατική | τους | πονηρούς | τις | πονηρές | τα | πονηρά |
κλητική | πονηροί | πονηρές | πονηρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πονηρός < αρχαία ελληνική πονηρός
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πονηρός
- που φέρεται πονηρά, εκείνος που χρησιμοποιεί το μυαλό του (πολύ ή λίγο) για να βρει τρόπο να καταφέρει κάτι ανορθόδοξα, συχνά σε βάρος κάποιου άλλου, επίθετο συχνά σε χρήση σε αντιδιαστολή προς τον πραγματικά έξυπνο
- που είναι καχύποπτος και δεν μπορείς να τον εξαπατήσεις εύκολα
- που είναι τσαχπίνης ή τσαχπίνα, που το μυαλό του είναι πιο συχνά από των άλλων ανθρώπων στο σεξ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πονηρός
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πονηρός < πονέομαι
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πονηρός, ά, όν (πιθανόν η έννοια 1 να προφερόταν πόνηρος και οι άλλες δύο πονηρός)