cunning
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | cunning |
συγκριτικός | more cunning |
υπερθετικός | most cunning |
Επίθετο
επεξεργασίαcunning (en)
- (κακόσημο) πονηρός, πανούργος, που μπορεί να πάρει αυτό που θέλει με έξυπνο τρόπο, ειδικά με κόλπα ή απάτες
- ↪ The cunning cat took the dog’s pillow.
- Η πονηρή γάτα πήρε το μαξιλάρι του σκύλου.
- ↪ What a cunning individual!
- Τι πανούργος άνθρωπος!
- ↪ The cunning cat took the dog’s pillow.
- επιτήδειος, πολυμήχανος, που δείχνει επιδεξιότητα