Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανάξιος η ανάξια το ανάξιο
      γενική του ανάξιου της ανάξιας του ανάξιου
    αιτιατική τον ανάξιο την ανάξια το ανάξιο
     κλητική ανάξιε ανάξια ανάξιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανάξιοι οι ανάξιες τα ανάξια
      γενική των ανάξιων των ανάξιων των ανάξιων
    αιτιατική τους ανάξιους τις ανάξιες τα ανάξια
     κλητική ανάξιοι ανάξιες ανάξια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάξιος < αρχαία ελληνική ἀνάξιος

  Επίθετο επεξεργασία

ανάξιος

  1. που δεν έχει αξία, δεν είναι ικανός σε μια συγκεκριμένη δουλειά, που προδίδει προσδοκίες, που δεν του αξίζει αυτό που έτυχε να έχει, δεν αποδείχτηκε άξιος για αυτό
    ανάξιος πολιτικός
    ανάξια νοικοκυρά (δεν είναι καλή στο νοικοκυριό)
    ανάξιος για φίλος σου
    ανάξιος εμπιστοσύνης
    ανάξια παιδιά, κρίμα τις επιχειρήσεις που είχε στήσει ο πατέρας τους, όλες τις έκλεισαν χρεωμένες

Εκφράσεις επεξεργασία

  • ανάξιο λόγου: που δεν αξίζει να το αναφέρουμε, ασήμαντο

  Μεταφράσεις επεξεργασία