Δείτε επίσης: ανάξιος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό & θηλυκό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνάξιος ἀναξί τὸ ἀνάξιον
      γενική τοῦ/τῆς ἀναξίου τῆς ἀναξίᾱς τοῦ ἀναξίου
      δοτική τῷ/τῇ ἀναξί τῇ ἀναξί τῷ ἀναξί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνάξιον τὴν ἀναξίᾱν τὸ ἀνάξιον
     κλητική ! ἀνάξιε ἀναξί ἀνάξιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνάξιοι αἱ ἀνάξιαι τὰ ἀνάξι
      γενική τῶν ἀναξίων τῶν ἀναξίων τῶν ἀναξίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀναξίοις ταῖς ἀναξίαις τοῖς ἀναξίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀναξίους τὰς ἀναξίᾱς τὰ ἀνάξι
     κλητική ! ἀνάξιοι ἀνάξιαι ἀνάξι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀναξίω τὼ ἀναξί τὼ ἀναξίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀναξίοιν τοῖν ἀναξίαιν τοῖν ἀναξίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ἀνάξιος < ἀν- + ἄξιος < ἀξία

  Επίθετο επεξεργασία

ἀνάξιος, -ος, -ον και -ος, -α, -ον

  1. ανάξιος
  2. άχρηστος, ευκαταφρόνητος

Συγγενικά επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀνάξιος τὸ ἀνάξιον
      γενική τοῦ/τῆς ἀναξίου τοῦ ἀναξίου
      δοτική τῷ/τῇ ἀναξί τῷ ἀναξί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀνάξιον τὸ ἀνάξιον
     κλητική ! ἀνάξιε ἀνάξιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀνάξιοι τὰ ἀνάξι
      γενική τῶν ἀναξίων τῶν ἀναξίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀναξίοις τοῖς ἀναξίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀναξίους τὰ ἀνάξι
     κλητική ! ἀνάξιοι ἀνάξι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀναξίω τὼ ἀναξίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀναξίοιν τοῖν ἀναξίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
ἀνάξιος < ἄναξ + -ιος

  Επίθετο επεξεργασία

ἀνάξιος, -ος, -ον

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία