ερίφι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ερίφι | τα | ερίφια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ερίφι | τα | ερίφια |
κλητική | ερίφι | ερίφια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ερίφι < μεσαιωνική ελληνική ερίφι(ν) < ελληνιστική κοινή ἐρίφιον < αρχαία ελληνική ἔριφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαερίφι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του ερίφιο