kid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
kid | kids |
kid (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | kid |
γ΄ ενικό ενεστώτα | kids |
αόριστος | kidded |
παθητική μετοχή | kidded |
ενεργητική μετοχή | kidding |
kid (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) αστειεύομαι, κάνω πλάκα σε κάποιον
Πηγές
επεξεργασία- kid (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- kid (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 132, 708. ISBN 9780194325684., λήμμα: αστειεύομαι, πλάκα