Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
kid kids

kid (en)

  1. το κατσίκι
  2. το κατσικίσιο δέρμα
  3. η νεαρή αντιλόπη
  4. (ανεπίσημο) το παιδί, ο νεαρός
     συνώνυμα: child
ενεστώτας kid
γ΄ ενικό ενεστώτα kids
αόριστος kidded
παθητική μετοχή kidded
ενεργητική μετοχή kidding

kid (en)