↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κατσικοπρόβατα
      γενική των κατσικοπροβάτων
    αιτιατική τα κατσικοπρόβατα
     κλητική κατσικοπρόβατα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατσικοπρόβατα < κατσίκ(ια) + -ο- + πρόβατα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατσικοπρόβατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία