↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατσικίσιος η κατσικίσια το κατσικίσιο
      γενική του κατσικίσιου της κατσικίσιας του κατσικίσιου
    αιτιατική τον κατσικίσιο την κατσικίσια το κατσικίσιο
     κλητική κατσικίσιε κατσικίσια κατσικίσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατσικίσιοι οι κατσικίσιες τα κατσικίσια
      γενική των κατσικίσιων των κατσικίσιων των κατσικίσιων
    αιτιατική τους κατσικίσιους τις κατσικίσιες τα κατσικίσια
     κλητική κατσικίσιοι κατσικίσιες κατσικίσια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατσικίσιος < κατσίκι + -ίσιος

  Επίθετο

επεξεργασία

κατσικίσιος

κατσικίσιο τυρί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία