κατσικίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κατσικίσιος | η | κατσικίσια | το | κατσικίσιο |
γενική | του | κατσικίσιου | της | κατσικίσιας | του | κατσικίσιου |
αιτιατική | τον | κατσικίσιο | την | κατσικίσια | το | κατσικίσιο |
κλητική | κατσικίσιε | κατσικίσια | κατσικίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κατσικίσιοι | οι | κατσικίσιες | τα | κατσικίσια |
γενική | των | κατσικίσιων | των | κατσικίσιων | των | κατσικίσιων |
αιτιατική | τους | κατσικίσιους | τις | κατσικίσιες | τα | κατσικίσια |
κλητική | κατσικίσιοι | κατσικίσιες | κατσικίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακατσικίσιος
- που αναφέρεται ή ανήκει στο κατσίκι
- κατσικίσιο τυρί