↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αἰγ-
ονομαστική / αἴξ οἱ/αἱ αἶγες
      γενική τοῦ/τῆς αἰγός τῶν αἰγῶν
      δοτική τῷ/τῇ αἰγῐ́ τοῖς/ταῖς αἰξῐ́(ν)
αἴγεσι(ν)  & αἴγεσσιν
    αιτιατική τὸν/τὴν αἶγ τοὺς/τὰς αἶγᾰς
     κλητική ! αἴξ αἶγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἶγε
γεν-δοτ τοῖν  αἰγοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'φλόξ' όπως «φλόξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἴξ < ἀΐσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αἴξ, -γός αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) η κατσίκα
  2. (στον πληθυντικό αἶγες) μεγάλα κύματα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)